χατιρικός

χατιρικός
-ή, -ό, Ν [χατίρι]
αυτός που γίνεται για χατίρι, για εξυπηρέτηση, ως χάρη.
επίρρ...
χατιρικώς και χατιρικά Ν
με χατίρι ή για χατίρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χατιρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται για χάρη κάποιου, ρουσφετολογικός, χαριστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χατιρικώς — και χατιρικά Ν επίρρ. βλ. χατιρικός …   Dictionary of Greek

  • χαριστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που γίνεται για χάρη ή εξυπηρέτηση, χατιρικός, ευνοϊκός. 2. μεροληπτικός: Η στάση των δικαστών ήταν χαριστική. 3. στη γραμματική, ο όρος «δοτική χαριστική», δηλώνει ότι γίνεται κάτι για χάρη κάποιου. 4. το ουδ. πληθ. ως ουσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”